κυμαίνω

κυμαίνω
(AM κυμαίνω) [κύμα]
1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.)
2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ' ὑφ' αὑτῷ στρατιᾱς τὸ πλεῑστον οὐκ ἀτρεμοῡν ἀλλὰ κυμαῑνον», Πλούτ)
νεοελλ.
1. μέσ. κυμαίνομαι
α) αυξομειώνομαι, δεν είμαι σταθερός (α. «η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 12 έως 20 βαθμούς» β. «η τιμή τού δολαρίου τον τελευταίο μήνα κυμαίνεται από 140 έως 150 δρχ.»)
β) αμφιταλαντεύομαι, διστάζω
2. φρ. «κυμαινόμενο δημόσιο χρέος»
(οικον.) μορφή τού δημόσιου χρέους που συνίσταται στην εκ μέρους τού κράτους σύναψη δανείων βραχείας προθεσμίας για την αντιμετώπιση δαπανών άμεσης ανάγκης, με τη μορφή τής εκδόσεως έντοκων γραμματίων ή ομολογιών
νεοελλ.-μσν.
κινώ κυματοειδώς, δίνω σε κάτι κυματοειδή κίνηση
αρχ.
1. κάνω κάτι να κυλιέται στα κύματα
2. ταράζω ή ταράζομαι, αναβράζω, κινούμαι σαν κύμα, συνταράσσομαι (α. «προσέταξε μὴ κυμαίνειν τὴν θάλασσαν», Λουκιαν.
β. «σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει», Πλούτ.
γ. «κυμαίνουσιν ἐκ τῆς ἐπιθυμίας», Αιλ.)
3. (για χύτρα) βράζω
4. είμαι εξογκωμένος, έχω εξογκωμένη την κοιλιά, είμαι έγκυος, κυοφορώ (α. «μαζοὶ [μαστοὶ] γάλα κυμαίνουσι», Μάρκελλ. Σιδ.
β. «Σεμέλης κυμαίνετο γαστήρ», Νόνν.)
5. πάλλω, δονώ
6. (για κάμπιες) βαδίζω, προχωρώ με κυματισμό τού σώματος
7. ανεβοκατεβαίνω, φέρομαι άνω και κάτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυμαίνω — κῡμαίνω , κυμαίνω rise in waves pres subj act 1st sg κῡμαίνω , κυμαίνω rise in waves pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαίνοντ' — κῡμαίνοντα , κυμαίνω rise in waves pres part act neut nom/voc/acc pl κῡμαίνοντα , κυμαίνω rise in waves pres part act masc acc sg κῡμαίνοντι , κυμαίνω rise in waves pres part act masc/neut dat sg κῡμαίνοντι , κυμαίνω rise in waves pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαίνῃ — κῡμαίνῃ , κυμαίνω rise in waves pres subj mp 2nd sg κῡμαίνῃ , κυμαίνω rise in waves pres ind mp 2nd sg κῡμαίνῃ , κυμαίνω rise in waves pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαινομένων — κῡμαινομένων , κυμαίνω rise in waves pres part mp fem gen pl κῡμαινομένων , κυμαίνω rise in waves pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαινούσας — κῡμαινούσᾱς , κυμαίνω rise in waves pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) κῡμαινούσᾱς , κυμαίνω rise in waves pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαινόμεθα — κῡμαινόμεθα , κυμαίνω rise in waves pres ind mp 1st pl κῡμαινόμεθα , κυμαίνω rise in waves imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαινόμενον — κῡμαινόμενον , κυμαίνω rise in waves pres part mp masc acc sg κῡμαινόμενον , κυμαίνω rise in waves pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαινόντων — κῡμαινόντων , κυμαίνω rise in waves pres part act masc/neut gen pl κῡμαινόντων , κυμαίνω rise in waves pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαῖνον — κῡμαῖνον , κυμαίνω rise in waves pres part act masc voc sg κῡμαῖνον , κυμαίνω rise in waves pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαίνει — κῡμαίνει , κυμαίνω rise in waves pres ind mp 2nd sg κῡμαίνει , κυμαίνω rise in waves pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”